-
1 всадник
-
2 всадница
ж; м - всадникη ιππεύτρια, η αμαζόνα -
3 наездник
наездник м о ιππέας, ο καβαλάρης' \наездникца ж η ιππεύτρια, η αμαζόνα* * *м; ж - наездницаο ιππέας, ο καβαλάρης -
4 наездница
ж; м - наездникη ιππεύτρια, η αμαζόνα -
5 наездиица
наездии||цаж ἡ ίππεύτρια, ἡ ἀμαζόνα.
См. также в других словарях:
ιππάστρια — η (Α ἱππάστρια) νεοελλ. γυναίκα ασκημένη στην ιππασία, δεινή ιππεύτρια (αρχ. (για καμήλες) η δρομάδα, η δρομευτική («ἔπεμψαν ἱππαστρίαις καμήλοις ἀγγέλους πρὸς Πευκέσταν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ἱππαστήρ (< ἱππάζομαι)] … Dictionary of Greek
ιππέας — ο, θηλ. ιππεύτρια (ΑΜ ἱππεύς, έως, Α επικ. γεν. ἱππῆος) [ίππος] 1. αυτός που ανεβαίνει στο άλογο, έφιππος, καβαλάρης («κοὔτε τις ἄγγελος οὔτε τις ἱππεύς... ἀφικνεῑται», Αισχύλ.) 2. στρατιώτης που ανήκει στο σώμα τού ιππικού ασκημένος στην ιππασία … Dictionary of Greek
παλεύτρια — και παλευτρίς, ίδος, ἡ (Α) 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) πτηνό που χρησίμευε ως δόλωμα για παγίδευση άλλων πτηνών, η θηρευτική περιστερά 2. μτφ. η πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλεύω (II) «δελεάζω, προσελκύω» + επίθημα τρια (πρβλ. ιππεύτρια)] … Dictionary of Greek