Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η ιππεύτρια

См. также в других словарях:

  • ιππάστρια — η (Α ἱππάστρια) νεοελλ. γυναίκα ασκημένη στην ιππασία, δεινή ιππεύτρια (αρχ. (για καμήλες) η δρομάδα, η δρομευτική («ἔπεμψαν ἱππαστρίαις καμήλοις ἀγγέλους πρὸς Πευκέσταν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ἱππαστήρ (< ἱππάζομαι)] …   Dictionary of Greek

  • ιππέας — ο, θηλ. ιππεύτρια (ΑΜ ἱππεύς, έως, Α επικ. γεν. ἱππῆος) [ίππος] 1. αυτός που ανεβαίνει στο άλογο, έφιππος, καβαλάρης («κοὔτε τις ἄγγελος οὔτε τις ἱππεύς... ἀφικνεῑται», Αισχύλ.) 2. στρατιώτης που ανήκει στο σώμα τού ιππικού ασκημένος στην ιππασία …   Dictionary of Greek

  • παλεύτρια — και παλευτρίς, ίδος, ἡ (Α) 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) πτηνό που χρησίμευε ως δόλωμα για παγίδευση άλλων πτηνών, η θηρευτική περιστερά 2. μτφ. η πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλεύω (II) «δελεάζω, προσελκύω» + επίθημα τρια (πρβλ. ιππεύτρια)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»